σκευοφορεῖον

σκευοφορεῖον
σκευοφορ-εῖον or [suff] σκευοφορ-φόριον, τό,
A yoke resting on the shoulders for carrying pails, = ἀνάφορον, Pl.Com.50 ([etym.] -φόριον): -φορεῖον is prescribed by Theognost.Can.129.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκευοφορείον — και σκευοφόριον, τὸ, ΜΑ [σκευοφόρος] ράβδος που στηρίζεται στους ώμους και στα δύο άκρα της είναι αναρτημένα δοχεία για μεταφορά διαφόρων πραγμάτων μσν. στον πληθ. τὰ σκευοφορεῑα ή σκευοφόρια αποσκευές …   Dictionary of Greek

  • σκευοφόριον — τὸ, Α βλ. σκευοφορεῑον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”